- αμβλύνομαι
- αμβλύνομαι, αμβλύνθηκα, αμβλυμένος βλ. πίν. 49
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μετριάζω — (I) (ΑΜ μετριάζω, Μ και μιτριάζω και μιτριγιάζω) 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι μέτριο, κρατώ κάτι μέσα στα όρια τού μέτρου, μειώνω κάτι ως προς την ποσότητα ή την ένταση, περιστέλλω, περιορίζω (α. «μετριάζω την ταχύτητα» β. «οὐκ ἂν ποτ ᾠήθησαν ὅρκοις … Dictionary of Greek
ԲԹԻՄ — (եցայ, եալ.) NBH 1 487 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c, 14c ձ. ἁμβλύνομαι hebesco, languesco Բութ եւ գուլ լինել. նմանութեամբ՝ Տկարանալ. թուլանալ. անգործ լինել. յետնիլ. գուլնալ, գըլնալ *Մեր սուրքս բթեցան, եւ նոքա … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՇԼԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0479 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 11c, 13c ձ. ἁμαυρόομαι, ἑπαμαυρόομαι obscuror, obfuscor πωρόομαι excaecor, obcaecor ἁμβλυωπέω caecutio, sum obtusis et hebetibus oculis. Շիլ լինել. բլշակնիլ. բթիլ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՎԱՏԵՄ — (եցի.) NBH 2 0787 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c չ. ՎԱՏԵՄ ՎԱՏԻՄ. ἁμβλύνομαι, ἁμβλυώττω, σσω , ἁμβλυωπέω hebetor, obtundor, caecutio. Վատանալ աչաց՝ այսինքն տկարանալ ʼի ծերութենէ. վատիլ տեսութեան, նուազիլ, պակասիլ, կասիլ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)